-
1 флот
ο στόλοςτο ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορίαморской - ο στόλος, το ναυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флот
-
2 флот
-а, πλθ. флоты α. ο στόλος, το ναυτικό•торговый флот εμπορικός στόλος, η ναυτιλία•
военный флот ο πολεμικός στόλος, το πολεμικό ναυτικό•
парусный флот τα ιστιοφόρα•
рыболовный флот ο αλιευτικός στόλος•
речной τα ποταμόπλοια•
каботажный флот τα ακτοπλοϊκά σκάφη, ο ακτοπλοϊκός στόλος.
εκφρ.воздушный флот – η αεροπορία.